αποδημία

αποδημία
H μετανάστευση· η μετακίνηση από έναν τόπο σε έναν άλλο. (Θρησκ.) Α. ονομάζεται στη θρησκευτική ορολογία η ομαδική μετάβαση των πιστών για προσκύνημα σε τόπους που θεωρούνται ιεροί. Γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα και αποτελεί κοινό έθιμο σε πολλές θρησκείες, από την αρχαιότητα. Έτσι, οι Εβραίοι θεωρούσαν θρησκευτικό τους καθήκον να πηγαίνουν τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο για προσκύνημα στον ναό των Ιεροσολύμων. Για τους χριστιανούς, συνηθέστερος τόπος ιερών α. είναι η Ιερουσαλήμ. Τόπος προσκυνήματος των μουσουλμάνων είναι οι πόλεις Μέκκα και Μεδίνα της Αραβίας, των περισσότερων Ινδών η πόλη Μπεναρές, όπου λούζονται στα νερά του ποταμού Γάγγη κ.ο.κ. Για τους Έλληνες, εκτός από την α. που πραγματοποιείται στους Αγίους Τόπους το Πάσχα, υπάρχει και αυτή της Τήνου κατά τις γιορτές του Ευαγγελισμού και της Κοίμησης της Θεοτόκου (Δεκαπενταύγουστος). H συνήθεια α. στους Αγίους Τόπους εμφανίστηκε κατά τον 2ο αι. και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Άλλοι τόποι προσκυνήματος, εκτός από τους Αγίους Τόπους, ήταν ήδη από τον 4o αι. το όρος Σινά, τόποι μαρτυρίου γνωστών μαρτύρων της εκκλησίας και τάφοι αγίων. Το φαινόμενο των α. στηρίζεται στην πίστη των προσκυνητών ότι με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζουν τη σωτηρία της ψυχής τους. H πίστη αυτή, μαζί με τις διάφορες δεισιδαιμονίες και διαδόσεις, έγινε αφορμή εκμετάλλευσής τους και πολλών παρεκτροπών. Το φαινόμενο αυτό πήρε μεγάλες διαστάσεις, ιδιαίτερα στη δυτική Ευρώπη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο ναός του Αγίου Μαυρικίου και της Μαρίας Μαγδαληνής στη βελγική πόλη Χαλ. Στον ναό αυτό κατά τον 16o αι. συνέρεαν κατά χιλιάδες οι πιστοί για να προσκυνήσουν τα 8.933 ιερά κειμήλια και τα 42 λείψανα που, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των αρμοδίων, είχαν συνολική δύναμη άφεσης αμαρτιών 39.245.120 χρόνων και 220 ημερών! Τα ιερά αυτά κειμήλια ήταν: χώμα από αυτό που δημιουργήθηκαν οι πρωτόπλαστοι, γάλα της Παναγίας, μέρος από το λείψανο του Ισαάκ, κομμάτια από τη φλεγόμενη βάτο του Μωυσή, μέρος από το κρανίο του Αποστόλου Παύλου κ.ά. Άλλη χαρακτηριστική περίπτωση εμπορίας της α. ήταν η τέλεση ιωβηλαίου έτους στη Ρώμη, κατά το οποίο, όσοι αποδημούσαν εκεί, έπαιρναν άφεση αμαρτιών από τον πάπα. Καθιερώθηκε τον 14o αι. από τον πάπα Βονιφάτιο H’ και στην αρχή είχε οριστεί για κάθε 100 χρόνια, αργότερα για κάθε 50, έπειτα για κάθε 33 και τέλος για κάθε 25 χρόνια. Με σκοπό να καταδείξουν στους πιστούς την πλάνη τους, αλλά και να τους προστατεύσουν από τα διάφορα έκτροπα, ιεράρχες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς, όπως ο Γρηγόριος Νύσσης (4ος αι.), ο άγιος Βονιφάτιος, ο Ιερώνυμος, ο Έρασμος κ.ά., έγραψαν σχετικά διαφωτιστικά συγγράμματα. (Οικολ.) Το φαινόμενο της εποχιακής μετακίνησης ορισμένων ζωικών ειδών από μια περιοχή σε κάποια άλλη προκειμένου να αποφύγουν τις δυσάρεστες περιβαλλοντικές συνθήκες που αντιμετωπίζουν ή για να μεταφερθούν σε περιοχές με καλύτερες διατροφικές συνθήκες και πιο κατάλληλες για τα μικρά τους. Η α. απαιτεί κατανάλωση τεράστιων ποσοτήτων ενέργειας εκ μέρους των οργανισμών και πραγματοποιείται συχνά υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες (θύελλες κλπ.), γίνεται όμως γιατί προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα. Για παράδειγμα, η μετακίνηση των πουλιών τον χειμώνα προς νοτιότερες περιοχές σημαίνει όχι μόνο καλύτερες συνθήκες θερμοκρασίας αλλά και αύξηση του μήκους της ημέρας, άρα περισσότερες ώρες ημερήσιας δραστηριότητας. Η α. έχει και έναν ευρύτερο ρυθμιστικό ρόλο φυσικής επιλογής για τον πληθυσμό, γιατί τα ασθενέστερα άτομα δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της, άρα αυτά που επιβιώνουν είναι τα πιο ικανά να συνεχίσουν την διαιώνιση του είδους. Βλ. λ. αποδημητικοί οργανισμοί.
* * *
η (AM ἀποδημία) [απόδημος]
1. το ταξίδι έξω από τα σύνορα της πατρίδας
2. η διαμονή στο εξωτερικό, η μετανάστευση, ο εκπατρισμός
μσν.
ο θάνατος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀποδημία — ἀποδημίᾱ , ἀποδημία going fem nom/voc/acc dual ἀποδημίᾱ , ἀποδημία going fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀποδημίᾱ , ἀποδημίη fem nom/voc/acc dual (ionic) ἀποδημίᾱ , ἀποδημίη fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδημίᾳ — ἀποδημίαι , ἀποδημία going fem nom/voc pl ἀποδημίᾱͅ , ἀποδημία going fem dat sg (attic doric aeolic) ἀποδημίαι , ἀποδημίη fem nom/voc pl (ionic) ἀποδημίᾱͅ , ἀποδημίη fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποδημία — η η αναχώρηση μακριά από την πατρίδα, διαμονή στο εξωτερικό: Μειώθηκε η αποδημία του αγροτικού πληθυσμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποδημίας — ἀποδημίᾱς , ἀποδημία going fem acc pl ἀποδημίᾱς , ἀποδημία going fem gen sg (attic doric aeolic) ἀποδημίᾱς , ἀποδημίη fem acc pl (ionic) ἀποδημίᾱς , ἀποδημίη fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδημίαι — ἀποδημία going fem nom/voc pl ἀποδημίᾱͅ , ἀποδημία going fem dat sg (attic doric aeolic) ἀποδημίη fem nom/voc pl (ionic) ἀποδημίᾱͅ , ἀποδημίη fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδημίαν — ἀποδημίᾱν , ἀποδημία going fem acc sg (attic doric aeolic) ἀποδημίᾱν , ἀποδημίη fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδημιῶν — ἀποδημία going fem gen pl ἀποδημίη fem gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδημίαις — ἀποδημία going fem dat pl ἀποδημίη fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδημίη — ἀποδημία going fem nom/voc sg (epic ionic) ἀποδημίη fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδημίην — ἀποδημία going fem acc sg (epic ionic) ἀποδημίη fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”